σωφρόνισις
From LSJ
Ἰδίας νόμιζε τῶν φίλων τὰς συμφοράς → Tuas amicus crede amici miserias → Betracht' als eignes deiner Freunde Missgeschick
German (Pape)
[Seite 1062] ἡ, Witzigung, Besserung, dah. Züchtigung, Bestrafung, Sp., wie App.
Greek (Liddell-Scott)
σωφρόνῐσις: ἡ, τιμωρία, κόλασις, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ. παρ’ Ἀππ. ἐν Καρχήδ. 78.
Greek Monolingual
-ίσεως, ἡ, Α σωφρονίζω
το σωφρόνισμα.