υδατοστρόβιλος

From LSJ
Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341

Greek Monolingual

ο, Ν
1. στρόβιλος, δίνη νερού
2. μηχανικός στρόβιλος που κινείται με τη δύναμη νερού, υδροστρόβιλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ύδατος + στρόβιλος.