υδροστρόβιλος

From LSJ

ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
1. τεχνολ. στρεφόμενη υδροδυναμική μηχανή που μετατρέπει τη δυναμική ή κινητική ενέργεια τών υδατοπτώσεων ή της ροής τών υδάτινων ρευμάτων σε ωφέλιμη μηχανική ενέργεια για την άμεση κίνηση μηχανών ή, συνηθέστερα, ηλεκτροδυναμικού εναλλακτήρα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας
2. δίνη νερού, ρουφήχτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + στρόβιλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Β. Λάκωνα].