φλάσκα

From LSJ
Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek (Liddell-Scott)

φλάσκα: -ας, ἡ, ὡς καὶ νῦν, οἰνηρὸν ἀγγεῖον, φλάσκα, Ἰσίδωρ. Ἱσπαν.· ― ὡσαύτως φλάσκων, ωνος, ὁ, Ἡσύχ., «καὶ δοῦλος δὲ τῷ ποιητῇ κλῆσιν ὑπῆρχε Βύκκων, ὃν βίκωνα καὶ φλάσκωνα παίζων ὁ Τζέτζης λέγει» Τζέτζ. Ἱστ. 13, 644, πρβλ. τὴν Γαλλικ. λέξ. flacon. ― ὑποκορισ. φλασκίον, τό, ἐξ οὗ τὸ τῆς συνηθείας φλασκί· φέρεται φλασκεῖον παρ’ Ἡσύχ.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και φλάσκη Ν
νεοελλ.
δοχείο για κρασί ή νερό, το οποίο κατασκευάζεται από τον καρπό του φυτού φλασκιά, αλλ. τσότρα
αρχ.
αγγείο για κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. λατ. flasca, -ae / flasco, -ōnis, λ. γερμανικής προέλευσης].