φιόγκος
Greek Monolingual
ο, Ν
1. τρόπος δεσίματος γραβάτας, κορδέλας ή κορδονιού σε σχήμα πεταλούδας
2. (κατ' επέκτ.) το δεμένο με τον τρόπο αυτό αντικείμενο
3. μτφ. (για πρόσ.) τζιτζιφιόγκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fiocco «νιφάδα, τολύπη μαλλιού, κόμπος γραβάτας»].