νιφάδα
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
Greek Monolingual
η (ΑΜ νιφάς, -άδος)
καθένα από τα κρυσταλλικά κομμάτια χιονιού που αιωρείται και πέφτει στη γη, τουλούπα
αρχ.
1. (με περιλπτ. σημ.) χιόνι («ὡς δ' ὅτ' ἂν ἐκ νεφέων πτῆται νιφὰς ἠέ χάλαζα ψυχρὴ ὑπὸ ῥιπῆς αἰθρηγενέος Βορέαο», Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. καθετί που πέφτει σαν πυκνή και ραγδαία βροχή, όπως πέτρες, βέλη, λόγοι, πειρασμοί, κίνδυνοι, συμφορές, φροντίδες κ.ά. («πετρῶν νιφάδες», Αισχύλ.)
3. ως επίθ. γεμάτη χιόνια, χιονοσκεπής, χιονισμένη
4. φρ. α) «νιφὰς πολέμοιο»
μτφ. έφοδος, επίθεση αιφνιδιαστική και ορμητική σαν την καταιγίδα
β) «ὀμβρία νιφάς» — ραγδαία βροχή
5. (κατά σχολ. στον Αριστοφ.) «νιφὰς λέγεται καὶ τὸ μικρότατον, ὅπερ καὶ ψακάς»
6. (κατά τον Ησύχ.) «νιφάδες εἰσὶν οὑ μόνον σταγόνες καὶ ψεκάδες, ἀλλά καὶ ἕλκη καὶ τραύματα»
7. (κατά το λεξ. Σούδα) «σταγόνες».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα νιφ- του νείφει «χιονίζει» + κατάλ. -άς (πρβλ. μαινάς)].