τετραελίκωπες
From LSJ
ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)
English (LSJ)
τέσσαρας ὀφθαλμοὺς ἔχουσαι ναῦς, Id.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «τέσσαρας ὀφθαλμοὺς ἔχουσαι ναῡς».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ἑλίκωξ, -ωπος «αυτός που έχει ζωηρά μάτια»].