υποψήφιος

From LSJ
Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τῶν οἰκιῶν ὑμῶν ἐμπιπραμένων αὐτοὶ ᾄδετε → your homes are on fire and all you can do is sing

Source

Greek Monolingual

-α, -ο / ὑποψήφιος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που επιδιώκει να καταλάβει ένα αξίωμα με ψηφοφορίαυποψήφιος βουλευτής»)
νεοελλ.
1. (κατ. επέκτ.) αυτός που επιδιώκει να καταλάβει οποιαδήποτε θέση ή να επιτύχει ικανοποιητική αποκατάσταση (α. «υποψήφιος γαμπρός» β. «υποψήφιος διευθυντής»)
2. το αρσ. ως ουσ. ο υποψήφιος·αυτός που έχει υποβάλει υποψηφιότητα («οι υποψήφιοι για την προεδρία ήταν πολλοί αλλά τελικά έμειναν μόνον δύο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ψῆφος + κατάλ. -ιος].