υποψήφιος
From LSJ
Greek Monolingual
-α, -ο / ὑποψήφιος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που επιδιώκει να καταλάβει ένα αξίωμα με ψηφοφορία («υποψήφιος βουλευτής»)
νεοελλ.
1. (κατ. επέκτ.) αυτός που επιδιώκει να καταλάβει οποιαδήποτε θέση ή να επιτύχει ικανοποιητική αποκατάσταση (α. «υποψήφιος γαμπρός» β. «υποψήφιος διευθυντής»)
2. το αρσ. ως ουσ. ο υποψήφιος·αυτός που έχει υποβάλει υποψηφιότητα («οι υποψήφιοι για την προεδρία ήταν πολλοί αλλά τελικά έμειναν μόνον δύο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ψῆφος + κατάλ. -ιος].