τοκάριον

From LSJ
Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source

German (Pape)

[Seite 1125] τό, dim. von τόκος, kleiner Zins, Wucher (?).

Greek (Liddell-Scott)

τοκάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ τόκος ΙΙ, μικρὸς τόκος, μικρὸν κέρδος, Λατ. usurula, Γλωσσ.

Greek Monolingual

τὸ, Α
υποκορ. του τόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόκος + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. βιβλι-άριον)].