τρεμουλιάρης
From LSJ
κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things
-άρα, -ικο, Ν
1. αυτός που πάσχει από σπασμούς τών άκρων
2. αυτός που κρυώνει εύκολα
3. πολύ δειλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρεμούλα + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. κλαψ-ιάρης)].