χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good
η, Ν1. τρεμουλιαστή κίνηση, τρεμούλιασμα2. ρίγος από κρύο, ανατριχίλα3. μεγάλος φόβος, τρόμος («μόλις σκοτεινιάσει, τήν πιάνει τρεμούλα»).[ΕΤΥΜΟΛ. < τρέμω + κατάλ. -ούλα (πρβλ. ραχούλα)].