Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him
η, Ν
1. τρεμουλιαστή κίνηση, τρεμούλιασμα
2. ρίγος από κρύο, ανατριχίλα
3. μεγάλος φόβος, τρόμος («μόλις σκοτεινιάσει, τήν πιάνει τρεμούλα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρέμω + κατάλ. -ούλα (πρβλ. ραχούλα)].