τρεμούλα

From LSJ

Γνώμη γερόντων ἀσφαλεστέρα νέωνSenum quam iuvenum monita attendes tutius → Der Alten Rat und Meinung birgt mehr Sicherheit

Menander, Monostichoi, 107

Greek Monolingual

η, Ν
1. τρεμουλιαστή κίνηση, τρεμούλιασμα
2. ρίγος από κρύο, ανατριχίλα
3. μεγάλος φόβος, τρόμοςμόλις σκοτεινιάσει, τήν πιάνει τρεμούλα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρέμω + κατάλ. -ούλα (πρβλ. ραχούλα)].