τρεμούλα

From LSJ

χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. τρεμουλιαστή κίνηση, τρεμούλιασμα
2. ρίγος από κρύο, ανατριχίλα
3. μεγάλος φόβος, τρόμοςμόλις σκοτεινιάσει, τήν πιάνει τρεμούλα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρέμω + κατάλ. -ούλα (πρβλ. ραχούλα)].