τρεμουλιάρης

From LSJ

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219

Greek Monolingual

-άρα, -ικο, Ν
1. αυτός που πάσχει από σπασμούς τών άκρων
2. αυτός που κρυώνει εύκολα
3. πολύ δειλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρεμούλα + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. κλαψιάρης)].