Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
[Seite 1072] τό, = πένθος, κῆδος, Hesych.
και δ. γρφ. τέρχανον, Α
(κατά τον Ησύχ.) «πένθος, κῆδος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ταρχύω.