συνονθύλευμα

From LSJ
Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. παραγέμισμα
2. σύμφυρμα ανόμοιων και, συχνά, άσχετων μεταξύ τους πραγμάτων
3. μτφ. σύγγραμμα που αποτελεί συρραφή από διάφορες πηγές, συμπίλημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνονθυλεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Δημ. Ν. Βερναρδάκη].