συνονθύλευμα
From LSJ
τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature
Greek Monolingual
το, Ν
1. παραγέμισμα
2. σύμφυρμα ανόμοιων και, συχνά, άσχετων μεταξύ τους πραγμάτων
3. μτφ. σύγγραμμα που αποτελεί συρραφή από διάφορες πηγές, συμπίλημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνονθυλεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Δημ. Ν. Βερναρδάκη].