τεράτισμα

From LSJ
Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502

Greek (Liddell-Scott)

τεράτισμα: [ᾰ], τό, = τέρας, Θεοφύλ. Σιμοκ. σ. 24· ὡσαύτως τερᾰτισμός, οῦ, ὁ, Ἰω. Λυδ. π. Διοσημιῶν 4.

Greek Monolingual

τὸ, Μ
θεϊκό σημάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, -ατος + -ισμα, πιθ. μέσω αμάρτυρου τερατίζω].