ὑπέροφρυς
English (LSJ)
υ,
A supercilious, prob. in Ps.-Phoc.59, cf. Hsch., Phot., Suid.
German (Pape)
[Seite 1200] υος, mit aus Stolz in die Höhe gezogenen Augenbrauen, hochmüthig, Sp., vgl. VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέροφρυς: υ, γεν. -υος, ὁ ἔχων ἀνεσπασμένας τὰς ὀφρῦς, ὑπερήφανος, Ὑπερείδ. παρὰ Σουΐδ., Εὐστ. Πονημάτ. 11. 62.
Greek Monolingual
-υ / ὑπέροφρυς, -υ, ΝΜΑ
υπερόπτης, αλαζόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ὀφρύς «φρύδι» (πρβλ. ἔν-οφρυς)].