τραχεία
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
Greek Monolingual
η, Ν 1. (ανατ.-ζωολ.-φυσιολ.) ινοχόνδρινος αγωγός που συνδέει τον λάρυγγα με τους βρόγχους επιτρέποντας τη δίοδο του αέρα κατά την εισπνοή και την εκπνοή
2. ζωολ. ο αναπνευστικός σωλήνας τών εντόμων
3. βοτ. τα αγγεία, το κύριο ιστολογικό στοιχείο του ξυλώματος του αγωγού ιστού τών φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. τραχεία (αρτηρία) του επιθ. τραχύς.