ὑψήγορος

From LSJ
Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψήγορος Medium diacritics: ὑψήγορος Low diacritics: υψήγορος Capitals: ΥΨΗΓΟΡΟΣ
Transliteration A: hypsḗgoros Transliteration B: hypsēgoros Transliteration C: ypsigoros Beta Code: u(yh/goros

English (LSJ)

ον,

   A grandiloquent, vaunting, A.Pr.320,362; sublime, Ph.1.473.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψήγορος: -ον, μεγαλήγορος, Αἰσχύλ. Πρ. 318, 360· ὑψηλὸς τὸ ὕφος, Φίλων 1. 473. ― Ἐπίρρ. -ρως, Κλήμ. Ἀλ. 802.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που μιλάει κομπαστικά, κομπορρήμων, αλαζόνας
2. (σχετικά με ύφος) υψηλός, μεγαλοπρεπής.
επίρρ...
ὑψηγόρως Α
με υψηλό, με μεγαλοπρεπές ύφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -ήγορος (< ἀγορά), πρβλ. μεγαλ-ήγορος, με έκταση λόγω συνθέσεως].