τετρακίδαρις
From LSJ
ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)
ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)
ο, Ν
(παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος κανονικών εχινοειδών εχινοδέρμων που ανακαλύφθηκε σε αποθέσεις του νεωκομίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tetracidaris < τετρ(α)- + κίδαρις (ΙΙ)].