τετρακίδαρις

From LSJ
Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
(παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος κανονικών εχινοειδών εχινοδέρμων που ανακαλύφθηκε σε αποθέσεις του νεωκομίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tetracidaris < τετρ(α)- + κίδαρις (ΙΙ)].