ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble
-ον, Α1. παράκαιρος2. αυτός που υπερβαίνει τα χρονικά όρια, αιώνιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + καιρός (πρβλ. ἐπίκαιρος)].