τσιγκέλι

From LSJ
Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἰδών τι κρυπτὸν (χρηστὸν) μηδὲν ἐκφάνῃς ὅλως → Aliquid vidisti occultum (pulchrum)? Nihil elimina → Siehst du Verborgnes (was Gutes), offenbare dich nicht ganz

Menander, Monostichoi, 271

Greek Monolingual

και τσιγγέλι και τσεγγέλι, το, Ν
1. σιδερένιο άγκιστρο, ιδίως για το κρέμασμα κρεάτων σε κρεοπωλείο
2. σιδερένιο εργαλείο με πολλά αγκίστρια για την ανέλκυση αντικειμένων που έχουν πέσει σε πηγάδι ή σε μεγάλο βάθος νερού
3. φρ. «με το τσιγκέλι του παίρνεις την κουβέντα [ή του τά βγάζεις]» — λέγεται για άνθρωπο που είναι υπερβολικά ολιγόλογος ή που αρνείται πεισματικά να μιλήσει για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cengel].