φιλές
From LSJ
ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning
Greek Monolingual
ο, και φιλέ, το, Ν
1. δικτυωτό πλέγμα που χρησιμοποιείται για να συγκρατούνται τα μαλλιά
2. δίχτυ που χρησιμοποιείται για την κατασκευή παραπετασμάτων
3. (ιδίως) το δίχτυ που διαχωρίζει τις αντίπαλες ομάδες στο βόλεϋ
4. (τυπογρ.) μικρή διαχωριστική γραμμή σε έντυπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. filet «δίχτυ, πλέγμα»].