φιλές
From LSJ
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
Greek Monolingual
ο, και φιλέ, το, Ν
1. δικτυωτό πλέγμα που χρησιμοποιείται για να συγκρατούνται τα μαλλιά
2. δίχτυ που χρησιμοποιείται για την κατασκευή παραπετασμάτων
3. (ιδίως) το δίχτυ που διαχωρίζει τις αντίπαλες ομάδες στο βόλεϋ
4. (τυπογρ.) μικρή διαχωριστική γραμμή σε έντυπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. filet «δίχτυ, πλέγμα»].