ταγίνι
From LSJ
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
Greek Monolingual
και ταγήνι και ταΐνι, το, Ν
1. μερίδα τροφής ζώων, ταγή
2. (κατ' επέκτ.) (σχετικά με άνθρωπο) σιτηρέσιο, συσσίτιο («να μοιραστεί ταγήνι βασιλικό στη φτώχεια», Ζερβ.)
3. μτφ. δαρμός, ξύλο, μπερτάκι («έφαγε ένα ταγίνι που δεν περιγράφεται»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tayin < ταγήν, αιτ. του ταγή.