φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
Νφρικιώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < φρικιῶ, κατά τα ρ. σε -ιάζω].