σφαγιάζω

From LSJ
Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et ao. ἐσφαγίασα;
immoler, sacrifier ; au Pass. (ao. ἐσφαγιάσθην) être immolé ; • impers. ἐσφαγιάζετο αὐτῷ HDT on lui égorgeait des victimes;
Moy. σφαγιάζομαι m. sign.
Étymologie: σφάγιος.

Spanish

sacrificar

Greek Monolingual

ΝΜΑ σφάγιον
σφάζω σε θυσία, θυσιάζω («τῷ Κρόνῳ παῑδα σφαγιάσας», Διόδ.)
νεοελλ.
1. σφάζω, σκοτώνω
2. μτφ. αφανίζω, καταστρέφω
αρχ.
μέσ. σφαγιάζομαι
προσφέρω θυσία («οἱ μὲν μάντεις ἐσφαγιάζοντο εἰς τὸν ποταμόν», Ξεν.).