σφαγιάζω
From LSJ
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et ao. ἐσφαγίασα;
immoler, sacrifier ; au Pass. (ao. ἐσφαγιάσθην) être immolé ; • impers. ἐσφαγιάζετο αὐτῷ HDT on lui égorgeait des victimes;
Moy. σφαγιάζομαι m. sign.
Étymologie: σφάγιος.
Spanish
Greek Monolingual
ΝΜΑ σφάγιον
σφάζω σε θυσία, θυσιάζω («τῷ Κρόνῳ παῑδα σφαγιάσας», Διόδ.)
νεοελλ.
1. σφάζω, σκοτώνω
2. μτφ. αφανίζω, καταστρέφω
αρχ.
μέσ. σφαγιάζομαι
προσφέρω θυσία («οἱ μὲν μάντεις ἐσφαγιάζοντο εἰς τὸν ποταμόν», Ξεν.).