σφαγιάζομαι
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
A slay a victim, sacrifice, Hdt.9.61, 72: abs., ἐσφαγιάζετο αὐτῷ [τῷ ποταμῷ] Id.6.76 (but just below, σφαγιασάμενος τῇ θαλάσσῃ ταῦρον) ; σ. τῇ Ἀγροτέρᾳ X.HG4.2.20, cf. An.4.5.4; σφαγιάζομαι εἰς τὸν ποταμόν ib.4.3.18.
II Act. σφαγιάζω, Ar.Av. 569 (anap.), D.S.13.86, Parth.35.2, Plu.2.221a: also pres. Pass., ὅταν χίμαιρα σφαγιάζηται X.Lac.13.8; pres. part. Pass., Ar.Av.570 (anap.): aor. part. Pass. σφαγιασθείς Hdt.7.180, SIG685.27 (Crete, ii B.C.), BMus.Inscr.1036 (Caria, ii/i B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
σφαγιάζομαι: μέλλ. -άσομαι· ἀποθετ. (σφάγιον)· - σφάζω θῦμα, θυσιάζω, προσφέρω θυσίαν, ταῦρον Ἡρόδ. 9. 61, 72· ἀπολ., ἐσφαγιάζετο αὐτῷ [τῷ ποταμῷ] ὁ αὐτ. 6. 76· (ἀλλὰ μικρὸν κατωτέρω, σφαγιασάμενος τῇ θαλάσσῃ ταῦρον), πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 4. 2, 20, Ἀνάβ. 4. 5, 4· σφ. εἰς τὸν ποταμὸν αὐτόθι 4. 3, 18. ΙΙ. ἐνεργ. σφαγιάζω ἀπαντᾷ ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 569, Διόδ. 13, 85, Πλούτ.· ὡσαύτως μετοχ. ἐνεστ. ἐπὶ παθητ. ἐννοίας, Ἀριστοφάν. Ὄρν. 570· καὶ μετοχ. ἀορ. σφαγιασθείς, ἐπὶ παθ. σημασίας, Ἡρόδ. 7. 180, Ξεν. Λακ. 13, 8, Συλλ. Ἐπιγραφ. (Προσθῆκ.) 2561b. 26.
Greek Monotonic
σφαγιάζομαι: μέλ. -άσομαι,
I. αποθ. (σφάγιον), σφαγιάζω ιερό θύμα, προσφέρω θυσία, σε Ηρόδ., Ξεν.
II. Ενεργ. σφαγιάζω, σε Αριστοφ., Πλούτ.· απ' όπου, μτχ. Παθ. αορ. αʹ σφαγιασθείς, σφαγιασμένος, αυτός που προσφέρθηκε ως θυσία, σε Ηρόδ., Ξεν.
Middle Liddell
σφαγιάζομαι, σφάγιον
I. Dep. to slay a victim, sacrifice, Hdt., Xen.
II. in Act. Ar., Plut.:—hence aor1 pass. part. σφαγιασθείς, slain, sacrificed, Hdt., Xen.