φωναγωγός

Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, Ν
ναυτ. μεταλλικός σωλήνας, εφοδιασμένος με πωματισμένο επιστόμιο και σφυρίχτρα κλήσεως, που χρησίμευε παλαιότερα για την προφορική επικοινωνία μεταξύ της γέφυρας και τών διαφόρων διαμερισμάτων του πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. voice «φωνή» + pipe «σωλήνας, αγωγός» (πρβλ. φωτ-αγωγός)].