σφυρίχτρα

From LSJ

εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain

Source

Greek Monolingual

και σφυρίκτρα, η, Ν
1. όργανο που, με τη διοχέτευση μέσα σ' αυτό ρεύματος αέρα, παράγεται συριστικός ήχος, σφύριγμα
2. μτφ. (για πρόσ.) ο διαιτητής ομαδικών αθλημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφυρίζω + κατάλ. -τρα (πρβλ. κουβαρίστρα)].