υδροστρόβιλος

Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, Ν
1. τεχνολ. στρεφόμενη υδροδυναμική μηχανή που μετατρέπει τη δυναμική ή κινητική ενέργεια τών υδατοπτώσεων ή της ροής τών υδάτινων ρευμάτων σε ωφέλιμη μηχανική ενέργεια για την άμεση κίνηση μηχανών ή, συνηθέστερα, ηλεκτροδυναμικού εναλλακτήρα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας
2. δίνη νερού, ρουφήχτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + στρόβιλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Β. Λάκωνα].