Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
Full diacritics: φῠλᾰκτός | Medium diacritics: φυλακτός | Low diacritics: φυλακτός | Capitals: ΦΥΛΑΚΤΟΣ |
Transliteration A: phylaktós | Transliteration B: phylaktos | Transliteration C: fylaktos | Beta Code: fulakto/s |
ή, όν,
A capable of being preserved, ὑγίεια Alex.Aphr.Febr.22.
-ή, -όν, Α φυλάσσω
1. αυτός που μπορεί να περιφρουρηθεί, να προστατευτεί («φυλακτὸν ἡ ὑγεία», Αλέξ. Αφρ.)
2. αυτός τον οποίον αξίζει κανείς να φυλάγει, να προσέχει, αξιόλογος.