Φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Fear old age, for it never comes alone
και χεροδύναμος, -η, -ο, Ναυτός που έχει δυνατά χέρια.[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + -δύναμος (< δύναμη), πρβλ. παντο-δύναμος].