τρίχρωμος
From LSJ
Λῦπαι γὰρ ἀνθρώποισι τίκτουσιν νόσους → Tristitia morbos parturit mortalibus → Krankheit gebären Menschen Kümmernis und Leid
German (Pape)
[Seite 1150] = Vor., Luc. D. Meretr. 9, 2.
Greek Monolingual
-η, -ο / τρίχρωμος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει τρία χρώματα, τρίχρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -χρωμος (< χρῶμα), πρβλ. τετρά-χρωμος].