χαριτώνυμος

From LSJ
Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

τὸ τερπνὸν παρεμπορεύομαι → yield delight besides instruction, mix business with pleasure

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαρῐτώνῠμος Medium diacritics: χαριτώνυμος Low diacritics: χαριτώνυμος Capitals: ΧΑΡΙΤΩΝΥΜΟΣ
Transliteration A: charitṓnymos Transliteration B: charitōnymos Transliteration C: charitonymos Beta Code: xaritw/numos

English (LSJ)

ον,

   A of gracious import, ἀγγελία B.2.2.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰριτώνυμος: -ον, ὁ ἔχων ἔντιμον, κεχαριτωμένον ὄνομα, Συλλ. Ἐπιγρ. 8722, Τζέτζ. Ἐπιστ. 2, κλπ.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που έχει χαριτωμένο όνομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. ψευδ-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].