τελεσίδικος

From LSJ
Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
(νομ.)
1. οριστικά δικασμένος, μη επιδεχόμενος τακτικό ένδικο μέσο, ανέκκλητος («τελεσίδικη απόφαση»)
2. το ουδ. ως ουσ. το τελεσίδικο(ν)
η τελεσιδικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσι- (βλ. λ. τέλος) + -δικος (< δίκη), πρβλ. φιλό-δικος].