σφραγιδογραφία

From LSJ
Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source

Greek Monolingual

η, Ν
αποτύπωση σφραγίδας σε έγγραφο ή σε αντικείμενο αντί υπογραφής ή σήματος ιδιοκτησίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφραγίδα + -γραφία].