ταφρεία

Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

English (LSJ)

ἡ,

   A making of ditches or trenches, D.18.299, Delph.3(5).74.44 (iv B.C.), Plb.5.2.5, etc.: collectively, entrenchments, Ph.Bel. 80.19, 85.46, D.C.36.54, al.

German (Pape)

[Seite 1075] ἡ, das Grabenmachen, Ziehen eines Grabens, Dem. 18, 299.

Greek (Liddell-Scott)

ταφρεία: ἡ, ἡ κατασκευὴ τάφρων ἢ προχωμάτων, Δημ. 325. 20, Πολύβ. 5. 2, 5, κτλ. ΙΙ. = τάφρος, Δίων Κ. 36. 37.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
c. τάφρευσις.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ ταφρεύω
1. η κατασκευή τάφρων ή προχωμάτων
2. συνεκδ. τα χαρακώματα, τα ορύγματα.