τάφρευσις
From LSJ
πάντα χωρεῖ καὶ οὐδὲν μένει καὶ δὶς ἐς τὸν αὐτὸν ποταμὸν οὐκ ἂν ἐμβαίης → all things move and nothing remains still, and you cannot step twice into the same stream
English (LSJ)
-εως, ἡ, digging, method of digging, Ael.NA9.8.
German (Pape)
[Seite 1075] ἡ, = ταφρεία, Ael. H. A. 9, 8.
Greek (Liddell-Scott)
τάφρευσις: -εως, ἡ, τὸ σκάπτειν, τρόπος σκαφῆς, Αἰλ. π. Ζ. 9. 8.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de creuser une fosse.
Étymologie: ταφρεύω.