ταχυδακτυλουργός

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πεινῶσαν ἀλώπεκα ὕπνος ἐπέρχεται → sleep allows one to go without food

Source

Greek Monolingual

ο, η, Ν
ο επιδέξιος στην εκτέλεση ταχυδακτυλουργιών, ο ικανός να εκτελεί με γρήγορες κινήσεις τών χεριών απατηλά και εκπληκτικά για τους θεατές τεχνάσματα, θαυματοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + δάκτυλος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλ-ουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Δ. Κερεστετζόπουλο].