τάξιμο

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ξύλον ἀγκύλον οὐδέποτ' ὀρθόν → a bent board is never straight

Source

Greek Monolingual

και τάσσιμο, το, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τάζω, υπόσχεση
2. υπόσχεση για αφιέρωση σε ναό, τάμα
3. (κατ' επέκτ.) αντικείμενο προσφερόμενο σε άγιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. έταξα του τάζω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. παίξ-ιμο)].