ταξινόμος

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αἵματος κρατῆρα πολιτικοῦ στῆσαιserve up a big bowl of citizen blood

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
1. αυτός που τοποθετεί διάφορα αντικείμενα σε ορισμένη σειρά
2. υπάλληλος ταχυδρομείου ή και άλλων υπηρεσιών που έχει ως έργο την ταξινόμηση τών επιστολών κ.ά. ταχυδρομικών αντικειμένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάξις + -νόμος (πρβλ. τροχο-νόμος). Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Χαρ. Μελετόπουλο].