ταξινόμος
From LSJ
Greek Monolingual
ο, Ν
1. αυτός που τοποθετεί διάφορα αντικείμενα σε ορισμένη σειρά
2. υπάλληλος ταχυδρομείου ή και άλλων υπηρεσιών που έχει ως έργο την ταξινόμηση τών επιστολών κ.ά. ταχυδρομικών αντικειμένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάξις + -νόμος (πρβλ. τροχο-νόμος). Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Χαρ. Μελετόπουλο].