τετράξυλο

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst

Menander, Monostichoi, 82

Greek Monolingual

το, Ν
το ξύλινο πλαίσιο, που χρησιμεύει για τη στήριξη τών φύλλων τών θυρών και τών παραθύρων, η κάσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ξύλο. Η λ., στον λόγιο τ. τετράξυλον, μαρτυρείται από το 1895 στο Λεξικόν Στρατιωτικών Όρων του Αντ. Ηπίτη].