τετράστοο

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source

Greek Monolingual

το / τετράστοον, ΝΜΑ, και τετράστῳον Μ
(στην αρχ. Ρώμη) πρόδομος οικιών με τέσσερεις στοές, το αίθριο
μσν.
αίθουσα με τετραπλή σειρά στύλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του επιθ. τετράστοος. Για τον τ. τετράστῳον, πρβλ. πρόστῳον καθώς και τον τ. στωϊά (βλ. λ. στοά)].