τερμιτόφιλος

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. βιολ. αυτός που παρουσιάζει το φαινόμενο της τερμιτοφιλίας
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι τερμιτόφιλοι
βιολ. έντομα που δεν μπορούν να ζήσουν αυτοδύναμα και συμβιώνουν μόνιμα με τους τερμίτες στις φωλιές τών τελευταίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. termitophile (< λατ. termes, -itis «τερηδών» + φίλος)].