Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τηκτικός

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

Μένει δ' ἑκάστῳ τοῦθ', ὅπερ μέλλει, παθεῖν → Quod destinatum sorte, non fugies pati → Ein jeder muss das leiden, was er leiden soll

Menander, Monostichoi, 349
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τηκτικός Medium diacritics: τηκτικός Low diacritics: τηκτικός Capitals: ΤΗΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: tēktikós Transliteration B: tēktikos Transliteration C: tiktikos Beta Code: thktiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (τήκω)

   A able to dissolve, τινος Arist.PA 648b17 (Comp.), cf. Pr.907b8; τ. δύναμις S.E.M.8.198.    2 suit able for reducing, σπληνός Dsc.4.183.

German (Pape)

[Seite 1105] schmelzend, auflösend, τηκτικώτερον τοῦ τηκτοῦ, Arist. part. an. 2, 2.

Greek (Liddell-Scott)

τηκτικός: -ή, -όν, ἱκανὸς νὰ διαλύσῃ, τήξῃ, τινος Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 2, 15· τ. δύναμις Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 198, 199.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τηκτικός, -ή, -όν ΝΜΑ τηκτός
αυτός που προκαλεί τήξη, που έχει την ιδιότητα να λειώνει
αρχ.
ο κατάλληλος για την ελάττωση του όγκου («τηκτικὸν σπληνός», Διοσκ.).