τετράστηλος

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. αυτός που έχει ή καταλαμβάνει τέσσερεις στήλες σε σελίδα εντύπου (α. «τετράστηλος τίτλος» β. «τετράστηλο κείμενο»)
2. το ουδ. ως ουσ. το τετράστηλο
άρθρο εντύπου σε τέσσερεις στήλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -στηλος (< στήλη), πρβλ. δί-στηλος].