τουρκόφωνος
From LSJ
Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf
Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf
-η, -ο, Ν
αυτός που χρησιμοποιεί ως μητρική του την τουρκική γλώσσα χωρίς να είναι Τούρκος (α. «τουρκόφωνοι πληθυσμοί» β. «τουρκόφωνες περιοχές»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Τούρκος + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ελληνό-φωνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Περ. Τριανταφυλλίδη].