τουρκόφωνος

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf

Menander, Monostichoi, 536

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που χρησιμοποιεί ως μητρική του την τουρκική γλώσσα χωρίς να είναι Τούρκος (α. «τουρκόφωνοι πληθυσμοί» β. «τουρκόφωνες περιοχές»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Τούρκος + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ελληνό-φωνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Περ. Τριανταφυλλίδη].