ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
η, Ν τραπεζάρης
1. αίθουσα φαγητού
2. συνεκδ. το σύνολο τών επίπλων της παραπάνω αίθουσας («άλλαξα την τραπεζαρία»).