τρισυπόστατος
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
Greek (Liddell-Scott)
τρισυπόστᾰτος: -ον, ὁ ἐκ τριῶν ὑποστάσεων, τὸ τρισυπόστατον τῆς θείας ἑνάδος Μεθόδ. 352C· τρ. θεότης 393· ἑνάδα τρισυπόστατον Διονύσ. Ἀρεοπ. 212C, κλπ.
Greek Monolingual
-η, -ο / τρισυπόστατος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει τρεις υποστάσεις («τρισυπόστατος θεότης», Μεθόδ.)
νεοελλ.
αυτός που αποτελείται από τρία μέρη, τριμερής, τριμελής
νεοελλ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. το τρισυπόστατο(ν)
η ιδιότητα της Αγίας Τριάδος να είναι τρισυπόστατη, το να έχει τρεις υποστάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρισ- / τρι- + ὑπόστασις (πρβλ. συν-υπόστατος)].