τρικύλιστος

Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

English (LSJ)

[ῠ], ον, = foreg.: metaph.,

   A easily influenced, Epicur.Fr.125.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐκύλιστος: -ον, = τῷ προηγ., ἐὰν μὴ ὑμεῖς πρὸς ἐμὲ ἀφίκησθε, αὐτὸς τρικύλιστος ὅπου ἂν ὑμεῖς... παρακαλῆτε ὠθεῖσθαι Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 5.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. τρικυλίνδητος
2. μτφ. αυτός που επηρεάζεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + κυλιστός (< κυλίνδω «κινώ, κυλώ»)].